ὀρθοεπείας

ὀρθοεπείας
ὀρθοεπείᾱς , ὀρθοέπεια
correctness of diction
fem acc pl
ὀρθοεπείᾱς , ὀρθοέπεια
correctness of diction
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αττικισμός — ο (AM ἀττικισμός) [αττικίζω] τάση για μίμηση της γλώσσας των κλασικών έργων της αττικής λογοτεχνικής παραγωγής, επιδίωξη της αττικής ορθοέπειας αρχ. σύμπραξη με τους Αθηναίους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”